καρκινωματώδης

καρκινωματώδης
-ες
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καρκίνωμα
2. αυτός που έχει την όψη ή τη φύση τού καρκινώματος, που προκαλείται από καρκίνο ή οφείλεται σε καρκίνο («καρκινωματώδης εξαλλαγή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνωμα, -τος + κατάλ. -ώδης (πρβλ. ακανθ-ώδης, ζω-ώδης). Η λ. μαρτυρείται από το 1853].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… …   Dictionary of Greek

  • σκιρροκήλη — η, Ν μορφή σαρκοκήλης, κατά την οποία το νεόπλασμα τού όρχεως είναι καρκινωματώδης σκίρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρρος «ιδιάζουσα μορφή καρκίνου» + κήλη] …   Dictionary of Greek

  • σπιλοκαρκίνωμα — το, Ν ιατρ. κακοήθης, καρκινωματώδης εκφύλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπίλος (Ι) «κηλίδα» + καρκίνωμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”